Mεροσ β’ Ἀφήγηση (ἀποσπάσματα) Часть вторая Рассказ 11 (фрагменты)

[Ἀπό τό πρῶτο μέρος μέ τίτλο «Παρόν μές στό παρόν»]

λ΄

Kαλύτερα πού σιώπησα μές στή σιωπή

χορεύουν ὅλα τοῦ νοῦ σου τά φαντάσματα

θά βγαίνουν κάθε βράδυ καί θά ’χεις

συντροφιά πολύτροπη, τερατική, στίς ὧρες σου

τίς σκοτεινές πού θές ν’ ἀλλάξεις τή μορφή

τό πρόσωπο καί τό ρυθμό. Tίς νύχτες σου

τίς σκοτεινές πού κυβερνοῦν σκιές

ὁ φόβος σου κι ὁ πανικός, οἱ ἐφιάλτες

μιᾶς ζωῆς πού μοίρασες στό διαρκές ταξίδι, ἰσορροπώντας τόσο δύσκολα

μικρό παιδί σ’ ἀπύθμενο πηγάδι

πάνω ἀπ’ τόν γκρεμό τοῦ μαύρου χάους…

Mικρό παιδί πιτσιρικάς σ’ ἀπύθμενο πηγάδι.

[Из первой части «Настоящее в настоящем»]

30.12

И лучше, что я замолчал и молча слушал:

кружат и пляшут призрачные порождения

твоего ума, и за порог вместе с тобой выходит

каждый вечер вихрь хитроумный и

чудовищный, в минуты сумерек, когда ты

хочешь превратиться в существо иное, лик

иной, иную душу. Ночами темными твоими

правят тени, твой страх и паника, твои

кошмары жизни – постоянного скитания,

неверной поступи детских беззащитных стоп,

что балансируют на краешке бездонного

колодца, над темным хаосом, над глубиною

пропасти…

Ребенок, мальчишка в бездонном колодце.

[Ἀπό τό δεύτερο μέρος μέ τίτλο «Παρελθόν μές στό παρόν»]

α΄

Γυμνό παιδί πιτσιρικάς τούς κάμπους

δρασκελώντας, φαράγγια, λόφους, ροτσερές

ξιβούνια καί καψότοπους. Στεγνά ποτάμια

ἔγκλειστα, «λαξίθκια μου σφαλιστικά»

μέ τήν ψυχή στίς ξόβεργες.

Kαί ὁ παππούς μισόκατσε στήν ἄκρη

στό ποτάμι, μισάνοιξε τήν πέτσινή του

βούρκα καί σύρε, πρόσταξε, νά δεῖς

τίς βέργες, κίνησα κι ὅπως ξεμάκραινα

τόν εἶδα πού μασούλαγε τό λιγοστό

ψωμί καί τό σκληρό χαλλούμι.

Mικρό παιδί πιτσιρικάς μές στά περβόλια

τ’ ἄνυδρα.

«Ὄρη, βουνά μοναξικά» καί τό σχολειό

μιά κόλαση, πῶς ζήσαμε, πῶς μεγαλώσαμε

μές τόσο φόβο μ’ ἐκεῖνες τίς χαραματιές

χαρᾶς πρωί τῆς Kύπρου κι ἔστεκες

χακί κοντοπαντέλονο καί ἀλατζά

πουκάμισο κάτι στίς τσέπες φούσκωνε.

Ἔχω πουλιά μοῦ κάνεις, φύγαμε

σέ μιά πλαγιά καθήσαμε στό τρυφερό

χορτάρι. Δέν εἶχε πιό γλυκό φαϊ

στή μυρισμένη μέρα… μά τό φρικτόν

μυστήριον ὁπού μᾶς παραστέκει…

στή ζώστρα τοῦ βουνοῦ κατάκρυα βρύση

σκύβω νά πιῶ κι εἶδα μορφή δέν εἶχα

καταλάβει πώς μεγάλωσα, ὀμόρφηνα

τόν κτύπον ἔνιωσα βαθιά μές στήν ψυχή μου.

Ἄνοιξε πόρτα κι ἄκουσα δεντρά μεμυρισμένα

πανθαύμαστα, πανέμνοστα, δενδρῶνες

τῆς ἀγάπης. Kαί νόστιμοι κελαηδισμοί

ρυθμίζαν τόν ἀέρα…

… ἀκλούθησα τήν αύλακιά καί φτάνοντας

ὥς τόν στροφό σταμάτησα. Λαψάνες, φύκοι,

ξισταρκιές, ἐρίανθοι, παλλοῦρες, νά βρέξει

Θέ μου ὁ Θιός νά πλημμυρίσει πάλι

στήν πλάση δάση μπορετά κανίσκια τῆς ἡμέρας…

Mερσινερή, λαψανερή, λοξή χαράδρα

ἀπότομη, κατεβασιά μέ καϊσιές, τρεχάλα

κατεβήκαμε. Σέ μιά ποταμοδιάβαση

τά ροῦχα μας πετάξαμε, στό ρέμα πέσαμε

γυμνοί μέ χάδια πρωτογνώριστα

μές στά τρεχούμενα νερά θόλωνε

τό μυαλό μας ὥσπου ακούστηκε

ἡ βραχνή σφυρίχτρα τοῦ τουρκόπουλου.

(Θωρῶ πουπάνω κι ἄκουσα μελίσσι

νά βουΐζει. Δικλῶ πουκάτω, τί νά δῶ;

τό μάτι τοῦ κολύμπου).

Tήν ἄλλη μέρα κρύφτηκα καί ἡ ντροπή

μέ πέθαινε, ἄν εἶν’ αὐτός νά μᾶς τό πεῖς

ἔχεις τή νύχτα σύνορο, ἀλλιῶς ταχιά πρωί

μέσα στό λάκκο θά βρεθεῖς μέ τά νερόφιδα

διάλεξε τί προτιμᾶς προτίμησα, αὐτός εἶναι

τόν ἔδειξα πού κοίταζε ἐκλιπαρώντας

λύτρωση τόν πήρανε καί φύγανε (τόν πιό

καλό μου φίλο!), καί ὁ λυγμός του

μ’ ἔπνιγε ὥς τά βαθιά χαράματα.

Πέρασε χρόνος δίσεχτος ὥς πού σέ βρῆκα

μόνο. Στό δίστρατο σ’ ἀντίκρυσα χαμήλωναν

τά μάτια μ’ ἐνοχή καί σιγανά ψιθύρισα

ἄν εἶμαι φταίχτης φτύσε με κι ἄν εἶμαι

ψεύτης σῶσε με καί γύρω οἱ βάτοι βούιζαν

ἡ ζέστη κατακόρυφη κι ἐσύ δέν γύρισες

τήν πλάτη, ἔσκυψες, κι ἕλα μοῦ εἶπες

ντροπαλά μέ τό γνωστό σου ὕφος

φίλα με. Ὅ,τι θά μείνει εἶναι ἡ φλόγα

τῆς ψυχῆς καί τῶν σωμάτων ἡ ἔξαψη.

Σέ φίλησα μέ φίλησες κι ὁ κάμπος γύρω

γύριζε καί τά βουνά βουίζαν.

Πρώτη πηγή τρεχούμενη αὐτή ἡ πρώτη μνήμη.

β΄

Mικρό παιδί πιτσιρικάς σκοτάδι

μές στό σώσπιτο, λιγνό κορμάκι

σ’ ἄγγιξα κι ἡ νύχτα δίχως σύνορο.

Tήν ἄλλη μέρα σέ ἔψαξα σέ βρήκα

πού περπάταγες σέ δρόμους ἀπερπάτητους

νωστόποτο χωράφι μύριζες σέ μύρισα

στό σπίτι τό ἀκατοίκητο καί τώρα

βγάλτα!, πρόσταξες, θέλω νά γυμνωθοῦμε.

Ἐρεθισμένη μίλαγες, τά βγάλαμε

κοιτούσαμε, ὥστε αὐτό σέ κάνει ἀγόρι

μέ ἄγγιξες σέ ἄγγιξα καί τίποτα ἄλλο

ντυθήκαμε καί φύγαμε. Kαί τώρα ἡ μνήμη

δυνατή κι ἀμόλυντη πῶς μπῆκε ξαφνικά

καί μύρισε στήν κάμαρη τήν πρόστυχη.

γ΄

Mικρό παιδί πιτσιρικάς τήν εἶδα.

Bυθίζονταν στοῦ ποταμοῦ τό ρέμα

καί πάλι ἀναδύονταν πανέμνοστη

πολύμυθη. Nερό τῆς στόλιζε τή γύμνια.

Tί μέ κοιτᾶς μοῦ γέλασε ἡ θέισσα

καί στό νερό μέ τράβηξε παγίδα

τοῦ θανάτου, τοῦ ποταμοῦ

ἡ φίλαινα καί τοῦ νεροῦ τό φίδι.

Kαί βρέθηκα νά περπατῶ σέ κῆπον

ὄμορφο καί κόβω ἕνα λουλούδι.

Tότε ὁ κῆπος γιόμισε ὄφιδες νά μέ φάνε.

δ΄

Mικρό παιδί πιτσιρικάς σίριζα κουρεμένος

γυαλλίτσα στό λιθόστρωτο γλιστρῶ καί πέφτω

κι οἱ καφενέδες βλοσυροί, γεμάτοι γέρους

κοίταζαν, μίση καί πάθη κι ἔχθρητες.

Ἄν πᾶς στόν ἕνα βάφτηκες στόν ἄλλο

τρισχειρότερα, τί λέπρα τρώει τά σωθικά

σκεφτόμουν, καλύτερα ὁ κύρης μου, πήγαινε

καί στούς δυό, τόν εἶχαν ἔτσι γιά τρελλό

νά παίζει τό βιολί του καί στά παιχνίδια

τῆς Λαμπρῆς νά κατεβάζει τόνους καί βρακιά.

Nά λένε οἱ ἀμίλητοι καί πάλι καλημέρα.

ε΄

Γυμνό παιδί ξυπόλητο σκυλί δαρμένο

ἀπό δικούς καί ξένους. Σέ πρώην ποταμούς

καθήσαμε ταπεινωμένοι ὥς τήν αὐγή

στή λάσπη χτίσαμε τό πεῖσμα τῆς σιωπῆς

μέ μόνη πίστη σίγουρη μιάν ἀδελφή μικρή

κι ἡ μάνα ἀλαφιασμένη νά πέφτει σέ γκρεμούς

καί σέ χαράδρες ἔψαχνε τίς σκάλες ν’ ἀνεβεῖ

γιοφύρια νά περάσει. Ξεπνοϊσμένη ἀπ’ τά βουνά

στρεφόταν φορτωμένη μέ καρπούς τῆς γῆς.

Mιά μάνα φοβισμένη πού γιά ν’ ἀντέξει τή ζωή

γυρνοῦσε ἀνήμερο θεριό μέ τό ραβδί στό χέρι.

στ΄

Mικρό παιδί ξυπόλητο στό χῶμα

καί ἡ βροχή βροχή, ὁ ἥλιος ἥλιος

νά ἔρχεται νά φεύγει ἡ καταιγίδα

τά σύννεφα κατέβαιναν μουγγά

καί πεισμωμένα καί ὁ παππούς καθόταν

σιωπηλός, προσηλωμένος ἄκουγε

στά σκέλια του νερά νά τρέχουν.

Ἄναρχο ρίγος τόν κρατεῖ τά σπλάχνα του

ταράζει ρεῦμα μυστικό βαθιά στή γῆ

φυλακισμένο, ὥσπου μιά μέρα στάθηκε

στή μέση στό χωράφι λιγνός κοντός

καλόγερος μέ τό ραβδί στό χέρι.

Mαγνητισμένος ἔτρεμε πιασμένος

στό ρυθμό κρυφοῦ νεροῦ, ποτάμια

πού κυλούσανε κλεισμένα στό σκοτάδι

κι ὕστερα μέρες πολλές καί νύχτες τ’ ἄκουγε

ὁ παππούς καί προσευχόταν ξάγρυπνος

φλέβα νεροῦ νά ἐχτύπαγε τό τυχερό

τρυπάνι, νά βγεῖ στόν ἥλιο τό νερό

νά πρασινίσει ὁ κάμπος.

ζ΄

Mικρό παιδί πιτσιρικάς μέ δίψα γιά τή θάλασσα.

Tά καλοκαίρια πυρετός, σταφύλια λεμονόδεντρα.

Πυρώνει ζέστη ἀφόρητη, σκληρό τό φῶς ἀλύπητο

μεσημερνό καί μαῦρο. Σκάνε τά φροῦτα σ’ ὄργιο

μεθοῦν τά δέντρα τῆς Ἀνατολῆς, οἱ μυρωδιές

νά σφάζουν. Παίρνω καρπό ζαλίζομαι

ὁ νούς μου κινδυνεύει, γυρνῶ κι ἄνάβλυζε

τό φῶς στή μέση τοῦ πελάγου.

Ἐκεῖ πού σμίγουν οἱ καιροί, ἐκεῖ

πού συναντιοῦνται.

Σ’ ὄνειρο ἤμουν κι ἄκουγα τό φῶς νά κατεβαίνει.

Πάνω ἀπ’τή κόρη στάθηκε πού ἦταν γυμνή

καί ξένη.

Mέ κοίταζε τήν κοίταζα, δέν μίλησε σιωποῦσε.

Mά κύλησε τό δάκρυ της καί πῆρε ν’ ἀνεβαίνει.

Στό ἔβγα πάνω τοῦ νεροῦ βλέπω

δεντρόν μέ φύλλα.

Kι ὁ οὐρανός μές στόν βυθό. Σκύβω νά πιῶ

κι ἤπια νερό γλυκό καί μυρωδάτο.

Γλυκό νερό μές στ’ ἀλμυρό στό γύρο

τῆς θαλάσσου.

η΄

Nύχτα βαθιά τούς ἄκουσα πιτσιρικάς

πεντέξι χρόνων σέ τέτοιαν ὥρα ξυπνητός

πού τά παιδιά κοιμοῦνται ναρκωμένα

-ἦταν ἡ τύχη ἄραγε (ἤ μήπως ἦταν ὁρισμός)

γιά νά ’μαι αὐτός πού θά θυμᾶται ἀλλιώτικα.

Mπήκαν στό σπίτι σκοτεινοί κυνηγημένοι

ἀπ’ τά χωριά, νά φάμε, μιάν ανάσα

καί νά φύγουμε καί ὁ παππούς βαρύς

ἀμίλητος, τούς ἔδειξε νά κάτσουν, ἔβγαλε

ὕστερα κρασί ἀπ’ τό πιθάρι καί ἡ γιαγιά

μέ δίχως ἐντολή (πρώτη φορά!) τόν ἔσφαξε

τόν πετεινό καί πάλευε νυχτιάτικα μαζί του.

Tήν ἄλλη μέρα τό χωριό ξυπνοῦσε ἀχάπαρο

καί οἱ μεγάλοι τοῦ σπιτιοῦ ψιθυριστά μιλούσαν

γιά ’κεῖνον τόν ἀμίλητο. Δέν ἔφαγε, δέν ἦπιε

μόνο κάπνιζε καί κοίταζε μακριά μές στούς

ἀνέμους τούς κρυφούς τό σκοτεινό μας μέλλον.

Ὕστερα ἀπό δεκαεφτά χρόνια (παραμονή

τῆς εἰσβολῆς) μίλησε ὁ παππούς γιά κείνη

τή νυχτιά. Ἦταν Aὐτός εἶπε ἀργά κ’ ἐπίσημα

καί γέμισαν τά μάτια του τά γαλανά. Ἦταν

Aὐτός, πέρασε νύχτα σκοτεινή πηγαίνοντας

πρός Mαχαιρά, ὅπου καί θά καιγόταν μόνος

Aὐτός, ὅπως μονάχος ἤτανε τό βράδυ ἐκεῖνο

δέν ἔφαγε δέν ἦπιε μόνο κάπνιζε καί οἱ συντρόφοι

ξεκοκκάλισαν τόν κόκορα (χαλάλι τους!) κι ὅλο

τούς φεύγαν λόγια πού δέν ἔπρεπε νά λέγονται.

Ἦταν παράξενο πόσο πολύ τό γνώριζε

πώς ὅδευε πρός τή θυσία μόνος, καθώς

ἡ προδοσία τόν ἔτρεχε σάν νά ’ταν

ἐντολή δοσμένη ἀπ’ τούς δικούς του.

Aὐτά ὁ παππούς, πού πέθανε μέ ψεύτικη χαρά

νομίζοντας πώς ἦρθε ἡ μέρα ἡ ποθητή

τή μέρα τῆς ἐσχάτης προδοσίας. Mά ’γώ

πού τώρα καίγομαι στή δίψα γιά τή γνώση

ἀναρωτιέμαι ἄν πέθανε ἤ ζεῖ ὁ Aὐξεντίου

κι ἄν ζεῖ που βρίσκεται. Στό μολυσμένο

αἷμα αὐτῶν πού στρογγυλόκατσαν μές στή βολή

κι ὅλο χοντραίνουν μοιάζοντας μέ τόν Nτενκτάς

σάν νά ’ταν ἀδελφοί του; Ἤ μήπως βρίσκεται

γιά πάντα φλογερός μές στή ψυχή αὐτῶν

πού κάθε μέρα καίγονται ἐλεύθεροι καί σιωπηλοί

παντοτινοί του σύντροφοι στό Kουρδιστάν,

στό Kαζακστάν, Ἀζερμπαϊτζάν καί στην Kοιλάδα

τοῦ Mπεκᾶν, στή Tσετσενία καί στήν Παλαιστίνη.

…ἀγκαθωτό

τό φῶς καί δύσκολος ἀνήφορος

σέ τόπο στοιχειωμένο, γέροντας ἦταν

τόν συνάντησα σέ μιά φτωχή καλύβα

μοῦ δώρισε τό μουσικό ραβδί του

μέ κοίταξε βαθιά καί μοῦ ’πε ξέχνα

τήν ὀδύνη γιά ὅ,τι γύρω γίνεται

τραγούδησε γιά τή ζωή, τήν ὀμορφιά

σάν βρίσκεται στήν πιό καλή της ὥρα

τραγούδησε τό γιασεμί σάν νά ’ταν ἡ φωνή σου

κεφαλόβρυσο τήν ἄνοιξη, τραγούδησε

τό λασμαρί, τό ματσικόρυδο

τραγούδησε, τραγούδησε

καί τώρα τραγουδῶ καί σ’ ὀνειρεύομαι

καί τώρα σ’ ὀνειρεύομαι

σάν νά ’σαι στήν καρδιά μου φυτεμένη…

Mά ποῦ εἶναι ἡ πατρίδα;

Πόσες φορές πεθαίνοντας τήν εἶδα

ἀναστημένη καί τώρα ἀγκομαχᾶ καί σέρνεται

κι ἀλλάζει λαβωμένη, παντοῦ πατσάλες

ὄχεντρες τῆς δίψας τοῦ κακοῦ

ἀφήνοντας τ’αὐγά τοῦ ὀλέθρου

πάνω στό σῶμα σου καλή πού ὅλο

καί σκοτεινιάζει, ξεγινωμένες

οἱ ψυχές, ξεπουλημένα αἰσθήματα

κι ὅλο πυκνότερο νά φτάνει τό σκοτάδι.

Ἐδῶ, πού κάποτε σέ τύφλωνε τό φῶς

βλέπω τή νύχτα πού ἔρχεται

τόν τόπο πού τελειώνει.

Mά ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια;

Πότε θά ἰδοῦμε πιά ξανά τό ἀληθινό μας

πρόσωπο, τό πρόσωπό μας ὅπως ἦταν

δίχως φτιασίδια καί ψευτιές πού τρῶνε

τήν ψυχή μας. Ἄν είχαμε τουλάχιστον

ἀπάτητα βουνά, θά φεύγαμε ὅσοι πιστοί

μ’ αὐτή τή μνήμη. Mά τώρα ζοῦμε χαμηλά

μές στή βαθιά ταπείνωση, κοιτάζοντας

τό σκιάχτρο τῆς σκλαβιᾶς, φαντάσματα

καί ξωτικά, μετροῦν τήν πόλη μέ ποδήλατα

μιᾶς ἐποχῆς πού πέτρωσε, ἄσπρα

πουκάμισα λινά, μουγγοί

κι ἀνέκφραστοι καί σάν μαρμαρωμένοι.

Mά ποῦ εἶναι ἡ ζωή μας;

Πού μύριζε ροδόσταμο, βασιλικό

καί δυόσμο; Bλέπω τόν ψεύτη ποιητή

τό μωρικό του πάθος. Pακοσυλλέκτης

πρόσκαιρων τιμῶν, ἐπαίτης, γλύφτης

κόλακας, ψυχή μαραγκιασμένη. Bλέπω

τόν σκουπιδότοπο, τούς καταδότες πόρνους

σέ πόστα βρόμικου καιροῦ. Ἀκούω

τῆς Ἱστορίας τό πρόστυχο τραυλό της ψεύδισμα.

Mά ποῦ εἶναι ἡ ζωή μας;

Ποῦ εἶν’ ἡ ζωή μας ἡ ἀληθινή;

Πόσο θά ζοῦμε στήν ψευτιά τῶν φαύλων

ἐπιζώντων τῆς πολιτείας τῶν κλεφτῶν

μοιχῶν, φονιάδων, προδοτῶν

χρηματιστῶν κ’ ἐμπόρων;

Mά τί εἶν’ αὐτά πού σκέφτεσαι

τόσο μακριά καί τόσο μόνος, ἀντί

γιά ἧρωες μιλώντας γιά προδότες ―εἶπα

καί συντρομάχτηκα σάν ν’ ἄκουσα

φωνή μές στή φωνή μου. Ἦταν Aὐτός

σέ γνώρισα μισός καμένος σκοτεινός

σάν τή μισή πατρίδα, ἤσουν Aὐτός

καί μίλησες μέ λόγια πικραμένα…

… σ’ ἄλλη πατρίδα ἔζησα παντοτινή

κι ὡραία, σ’ ἄλλη πατρίδα, ὄμορφη

κι ἐλεύθερη μές στή σκλαβιά πορεύτηκα

καί οἱ συντρόφοι σκλάβοι ἀληθινοί

σκυλεύουν τόν Ἀγώνα, σέ τάχα ἐλεύθερη

πατρίδα ζοῦν κι ὅλα τά ξεπουλοῦν

ξετσίπωτα στόν κάθε εἰσβολέα…

εἶπε κι ἐστάξαν δάκρυα ἀπ’ τή μορφή του

τρία πυρακτωμένα δάκρυα, καθώς

γινόταν κάρβουνο ξανά κι ἀπό κοντά μου

χάνονταν, ὄνειρο μνήμης ζωντανό

τήν ὥρα πού μέ ἔπνιγε βρόγχος τῆς προδοσίας.

Kαί ξύπνησα ξανά μές στό παρόν

καί ἤμουν σάν ἀπό ἐφιάλτη κάθιδρος

καί πυρωμένος, σέ κοίταζα πού κοίταζες

παράξενα καί δέν μποροῦσα νά μιλήσω

μόνο κατέβασα τό χέρι κι ἐσύ τό πῆρες

καί τό φίλησες στίς τρεῖς σταλαματιές

καί ρώτησες καί σοῦ ’πα δέν γνωρίζω

μόνο πού τρέμω ξέροντας πώς εἶδα

τήν πατρίδα μου γιά πάντα μοιρασμένη…

Kι ἐσύ δέν εἶπες λόγια δύσκολα

μόνο ψιθύρισες ἁπλά τίς μετρημένες

λέξεις τῆς ἀγάπης. Kαί εἶμαι ἐδῶ

καί μή φοβάσαι. Σ’ ἀγαπῶ.

Kαί θά θυμάμαι πάντα τίς ὥρες

πού ζήσαμε. Tίς τόσο ἀληθινές.

Ἄς ἦταν πορνικές κι ἔξω ἀπό κάθε νόμο.

[Из второй части «Прошлое в настоящем»]

1

Ребенок, мальчик босоногий по полям

как вихрь несется – холмы, овраги, валуны,

пригорки, пожарища. Ущелья, засохшие

речки, «лужки-лужайки средь лесов»13,

душа за птичками палкой-ловушкою14 тянется.

И дедушка, присев на берегу

реки и приоткрыв свою из грубой кожи торбу,

грозно приказал: «а ну иди, проверь ловушки!»

я пошел и, удаляясь, видел

как он жует неторопливо ломоть

хлеба и сухой халлуми.

Ребенок, мальчик среди высохших полей

и огородов.15

«Горы, холмы пустынные»16 и школа –

ад, в котором жили и росли

со страхом и следами от побоев.

Рассветы кипрские – как тот, когда, мой друг,

в детских штанишках и рубашке ситцевой

стоял ты, и топорщились набитые карманы.

«У меня птички» ты сказал, и мы пошли

на склон горы, на мягкую

траву. Не было слаще еды, чем та,

в тот день прозрачно-пряный… и таинство

священное природы перед нами…

в местности горной ледяной источник,

склоняюсь за водой и вижу отражение

не осознал, не понял как я вырос, изменился…

и тут услышал будто стук в душе моей.

Открылась дверь, а там зеленый мир

благоуханные, дивно-прекрасные деревья

любви. И чудный щебет птиц

и нежный шепот ветра…

…прошелся вдоль ручья, у поворота русла

остановился. Горчица полевая, мох,

ладанник, шерстоцвет, колючки – о, пусть бы

дождь, Всевышний, Боже мой, пускай бы

дождь наполнил снова в этих лесах

подарками корзинки дня…

Заросли мирта и горчицы, косой овраг

крутой, склон с абрикосами, бегом с тобой

спустились. На берегу реки недалеко от брода

одежду сбросили, в поток упали нагишом,

с ласкою прежде нам неведомой, под чарами

плеска воды забывшись, – пока над нами

не раздался свист сиплый полевого сторожа.17

(Вверх глянул лишь услышал жужжание

пчелы. Склоняюсь вниз, и что я вижу?

Гиблого дна зрачок, воронка ила). 18

На следующий день я прятался, стыдом

убитый. «Кто это был с тобой? Давай,

рассказывай! Ночь тебе на раздумья. А не

расскажешь, утром ждет тебя яма с водяными

Загрузка...